- κώχη
- η1. προεξοχή («χτύπησε στην κώχη τής πόρτας»)2. γωνία3. φρ. «η κώχη τού ματιού» — ο κανθός τού οφθαλμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κόχη*].[ΕΤΥΜΟΛ. Η γρφ. τού τ. κώχη είναι ανερμήνευτη ετυμολογικώς και οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογικές επιδράσεις συγγενών λ., όπως λ.χ. τής λ. γωνία].
Dictionary of Greek. 2013.